- αειδουλία
- ἀειδουλία, η (Α) [ἀείδουλος]διαρκής, αιώνια δουλεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀειδουλία — ἀειδουλίᾱ , ἀειδουλία perpetual slavery fem nom/voc/acc dual ἀειδουλίᾱ , ἀειδουλία perpetual slavery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αείδουλος — ἀείδουλος, ον (Α) ο αιώνια δούλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεί + δούλος. ΠΑΡ. αρχ. ἀειδουλία] … Dictionary of Greek
αειδουλεία — ἀειδουλεία, η (Α) η αειδουλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεί + δουλεία < δουλεύω] … Dictionary of Greek